ηγητηρία

ηγητηρία
ἡγητηρία, ἡ (Α, κατά τον Ησύχ. και Φώτ. ἡγητορία, κατά τον Ευστ. ἡγήτρια) (ηγητήρ)
1. δέσμη, αρμαθιά από ξερά σύκα την οποία έφεραν με πομπή κατά την εορτή τών Αττικών Πλυντηρίων σε ανάμνηση τής ευρέσεως αυτής τής τροφής που τή θεωρούσαν ως το πρώτο βήμα προς τον πολιτισμό
2. η εξουσία, η κυριαρχία τού ηγουμένου τής μονής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἡγητηρία — ἡγητηρίᾱ , ἡγητηρία mass of dried figs fem nom/voc/acc dual ἡγητηρίᾱ , ἡγητηρία mass of dried figs fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητηρίαν — ἡγητηρίᾱν , ἡγητηρία mass of dried figs fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηγήτρια — ἡγήτρια, ἡ (Α) [ηγητήρ] ηγητηρία* …   Dictionary of Greek

  • ηγητορία — ἡγητορία, ἡ (Α) [ηγήτωρ] ηγητηρία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”